Με τη λαπαροσκοπική τεχνική όλη η επέμβαση πραγματοποιείται από 3 μικρές τομές στο κοιλιακό τοίχωμα όπως φαίνεται στην εικόνα. Ο χειρουργός αναγνωρίζει τη βλάβη στο εσωτερικό του κοιλιακού τοιχώματος, κάνει ανάταξη του σπλάχνου που προβάλει και τέλος τοποθετεί ένα ειδικό πλέγμα που σκοπό έχει να καλύψει το χάσμα στο τοίχωμα αλλά και να το ενδυναμώσει.
Γενικά υπάρχουν 2 τύποι λαπαροσκοπικών τεχνικών για την αποκατάσταση βουβωνοκήλης, η μέθοδος TEP και η μέθοδος TAPP. Και οι δύο τεχνικές έχουν τα ίδια, άριστα αποτελέσματα και η επιλογή εξαρτάται βασικά από τις προτιμήσεις και την εκπαίδευση που έχει λάβει ο χειρουργός.
Για περισσότερες πληροφορίες γενικότερα για τη λαπαροσκοπική χειρουργική διαβάστε εδώ:
Η κλασική τεχνική ακολουθεί την ίδια διαδικασία αλλά ο χειρουργός πραγματοποιεί την επέμβαση μέσω μιας τομής περίπου 7-8εκ. από την οποία εισέρχεται προς το κοιλιακό τοίχωμα και αναγνωρίζει την βλάβη από την έξωτερική πλευρά της. Η υπόλοιπη διαδικασία είναι γενικά η ίδια (ανάταξη, τοποθέτηση πλέγματος). Λόγω του διαφορετικού δρόμου προσπέλασης και του τρόπου με τον οποίο ασκείται πίεση στο πλέγμα, στην κλασσική μέθοδο χρειάζεται ειδική σταθεροποίηση του πλέγματος και των ιστών με αποτέλεσμα την αύξηση των εσωτερικών ραφών. Αυτό οδηγεί σε μεγαλύτερη άμεση μετεγχειρητική ενόχληση και αυξημένη πιθανότητα για χρόνιο μετεγχειρητικό πόνο. Παρόλα αυτά, με την τεχνική χωρίς τάση (tension free) που χρησιμοποιεί η ομάδα μας η διαφορά στον πόνο είναι μικρή.
Η πιθανότητα υποτροπής είναι ίδια, χαμηλή, σε όλες τεχνικές.
Η λαπαροσκοπική μέθοδος έχει μεγάλο πλεονέκτημα σε αμφοτερόπλευρες βουβωνοκήλες (και από τις δυο πλευρές) και σε υποτροπή μετά από παλαιότερη αποκατάσταση με κλασσική μέθοδο.
Σε απλές κήλες η λαπαροσκοπική τεχνική προσφέρει μικρότερο μετεγχειρητικό πόνο και προτιμάτε σε νεαρούς ασθενείς και αθλητές.
Δεν υπάρχει διαφορά στα ποσοστά υποτροπής και δεν μπορούμε να πούμε ότι κάποια τεχνική υπερτερεί της άλλης σε αυτό το θέμα.
Για την λαπαροσκοπική τεχνική χρειάζεται οπωσδήποτε γενική νάρκωση ενώ, η κλασσική μπορεί να πραγματοποιηθεί με όλες τις μεθόδους αναισθησίας (τοπική, επισκληρίδιο ή γενική).
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η λαπαροσκοπική τεχνική δεν αποτελεί κάποια «μαγική» μέθοδο όπου όλα γίνονται χωρίς πόνο, χωρίς αίμα και χωρίς νάρκωση. Είναι μια χειρουργική τεχνική και ο ασθενής υποβάλλεται σε μια κανονική χειρουργική επέμβαση. Η λαπαροσκοπική έχει πλεονεκτήματα μόνο όταν χρησιμοποιείται υπό ενδείξεις και από έμπειρους χειρουργούς που πρωτίστως γνωρίζουν άριστα τις κλασσικές μεθόδους και έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα στην προχωρημένη λαπαροσκοπική.
Η λαπαροσκοπική χειρουργική πραγματοποιείται απο μικρές τομές και δεν προκαλεί μεγάλη κάκωση στους ιστούς. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα λιγότερη μετεγχειρητική ενόχληση, ταχύτερη ανάρρωση και άριστο αισθητικό αποτέλεσμα.
Αν και οι επιπλοκές είναι σχετικά σπάνιες, οι συχνότερες είναι αιμάτωμα, συλλογή υγρού, νευραλγία, λοίμωξη, κάκωση σπλάχνων και φυσικά υποτροπή.
Καμία μέθοδος αποκατάστασης κήλης μέχρι σήμερα δεν εγγυάται 0% πιθανότητα υποτροπής!
Η πιθανότητα μετατροπής είναι εξαιρετικά μικρή. Η μετατροπή δεν αποτελεί μειονέκτημα αλλά σοφή απόφαση του χειρουργού εάν, για διάφορους λόγους, θεωρηθεί επισφαλής η συνέχιση της επέμβασης λαπαροσκοπικά.
-